- Ικτίνος
- οαρχιτέκτονας της αρχαίας Ελλάδας (5ος αι. π.Χ.), ένας από τους δημιουργούς του Παρθενώνα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἰκτῖνος — kite gen sg ἰκτῖνος kite masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἴκτινος — kite masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ικτίνος — Γένος αρπακτικών πτηνών. Το πιο αντιπροσωπευτικό είδος του γένους αυτού είναι ο ι. ο βασιλικός ή ψαλιδιάρης, διαδεδομένος στην κεντρική και νότια Ευρώπη, στην Αφρική και στην Ινδία. Έχει μήκος 65 εκ., άνοιγμα πτερύγων 1,50 μ. και διχαλωτή ουρά.… … Dictionary of Greek
ἰκτίνων — ἴκτινος kite masc gen pl ἰκτί̱νων , ἰκτῖνος kite gen pl ἰκτί̱νων , ἰκτῖνος kite masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰκτῖνα — ἰκτῖνος kite neut nom/voc/acc pl ἰκτῖνος kite masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰκτίνοις — ἴκτινος kite masc dat pl ἰκτί̱νοις , ἰκτῖνος kite masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰκτίνου — ἴκτινος kite masc gen sg ἰκτί̱νου , ἰκτῖνος kite masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰκτίνους — ἴκτινος kite masc acc pl ἰκτί̱νους , ἰκτῖνος kite masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰκτίνῳ — ἴκτινος kite masc dat sg ἰκτί̱νῳ , ἰκτῖνος kite masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰκτῖνας — ἰκτῖνος kite masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)